-
1 αζύγι(α)στος
η, ο [ος, ον ], αζύγιαχτ||ος, η, ο1) не взвешенный;αγοράζω (πουλώ) αζύγι(α)στο — покупать (продавать) не на вес;
2) не поддающийся взвешиванию (о тяжёлых предметах);3) огромный, изобильный;αζύγι(α)στη σοδειά — богатый урожай;
4) расходуемый без меры;5) не взвешивающий свои слова, не обдумывающий свои поступки -
2 αζύγι(α)στος
η, ο [ος, ον ], αζύγιαχτ||ος, η, ο1) не взвешенный;αγοράζω (πουλώ) αζύγι(α)στο — покупать (продавать) не на вес;
2) не поддающийся взвешиванию (о тяжёлых предметах);3) огромный, изобильный;αζύγι(α)στη σοδειά — богатый урожай;
4) расходуемый без меры;5) не взвешивающий свои слова, не обдумывающий свои поступки
См. также в других словарях:
πουλώ — πούλησα, πουλήθηκα, πουλημένος 1. δίνω πράγμα με τίμημα. 2. διαθέτω, έχω για πούλημα (αντίθ. αγοράζω). 3. μτφ., προδίνω: Πούλησε όλους τους φίλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… … Dictionary of Greek
πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… … Dictionary of Greek
σιτευωνώ — έω, Α αγοράζω σιτάρι και τό πουλώ σε χαμηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + εὐωνῶ «αγοράζω φθηνά»] … Dictionary of Greek
εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… … Dictionary of Greek
εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… … Dictionary of Greek
μεταπρατώ — μεταπρατῶ, έω (Μ) [μεταπράτης] αγοράζω κάτι και τό πουλώ στους άλλους, μεταπωλώ … Dictionary of Greek
μεταπωλώ — και μεταπουλώ και ματαπουλώ (Α μεταπωλώ, Μ μεταπουλῶ, έω) αγοράζω κάτι και τό πουλώ σε άλλους με σκοπό το κέρδος … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
ωνώ — έω, ΜΑ (κυρίως κρητ. τ.) (κατά τον Ησύχ. και τον Ζων.) πουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὠνοῦμαι «αγοράζω», προκειμένου το αντίθετο τού ὠνοῦμαι να ανήκει στην ίδια ρίζα (ὠνεῖσθαι / ὠνεῖν, αντί ὠνεῖσθαι / πωλεῖν)] … Dictionary of Greek
εμπορεύομαι — εμπορεύτηκα 1. αμτβ., ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου, είμαι έμπορος: Ο θείος μου εμπορεύεται στην Αθήνα. 2. μτβ., αγοράζω και πουλώ για να κερδίσω από την πώληση: Εμπορεύεται υφάσματα. 3. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό, με κακοήθη τρόπο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)